- περικυδής
- -ές, Ααυτός που έχει αποκτήσει μεγάλη φήμη, διάσημος, περίφημος.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -κυδής (< κῦδος), πρβλ. επι-κυδής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περικυδέας — περικυδής very famous masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύδος — (I) κύδος, ὁ (Α) ονειδισμός, βρισιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχηματισμό από το κυδάζομαι]. (II) κῡδος, τὸ (Α) 1. δόξα, φήμη, ιδίως αυτή που αποκτά κάποιος στον πόλεμο («ὡς γὰρ θεὸς ναῶν ἔδωκε κῡδος Ἕλλησιν μάχης», Αισχύλ.) 2. ως… … Dictionary of Greek